- καβαλλίνα
- η конский навоз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβαλίνα — η (Μ καβαλλῑνα και καβαλλίνα) η κοπριά τού αλόγου ή και άλλων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. caballinus «αλογήσιος» (< λατ. caballus «ίππος»] … Dictionary of Greek